ἰαμβοφάγος

ἰαμβοφάγος
ἰαμβοφάγος
glutton at iambics
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ιαμβοφάγος — ιαμβοφάγος, ὁ (Α) ο ιαμβειοφάγος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ίαμβος + φαγος (< θ. φαγ , πρβλ. έ φαγ ον τού ρ. εσθίω), πρβλ. δημο φάγος, ολιγο φάγος] …   Dictionary of Greek

  • ἰαμβοφάγον — ἰαμβοφάγος glutton at iambics masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ίαμβος — Μέτρο της αρχαίας ελληνικής ποίησης. Ο ιαμβικός πους (ί.) αποτελείται από δύο συλλαβές, μία βραχεία και μία μακρά. Η ετυμολογία της λέξης είναι αμφίβολη· η λέξη ί., όπως και οι θρίαμβος, διθύραμβος, είναι μάλλον προελληνικές. Πιθανόν να είχαν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”